καταρτίσῃς

καταρτίσῃς
καταρτίζω
adjust
aor subj act 2nd sg
καταρτίζω
adjust
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Education in Greece — Infobox Education country name = Hellenic republic agency agency = Ministry for National Education and Religious Affairs leader titles = Minister for National Education and Religious Affairs leader names = Evripidis Stylianidis budget = 4,7… …   Wikipedia

  • Αλβανίας, Ορθόδοξη Εκκλησία — Ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1937 με την έκδοση σχετικού πατριαρχικού και συνοδικού τόμου του οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Αφού δέχτηκε διωγμούς και διώξεις από το κομουνιστικό καθεστώς της χώρας, μέχρι την πλήρη εξάρθρωσή της,… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Греция — У этого термина существуют и другие значения, см. Греция (значения). Греческая Республика Ελληνική Δημοκρατία …   Википедия

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • αποκοπή — Α. αποκαλείται στη γλωσσολογία η μη προφορά ενός γράμματος μιας λέξης, από αφρόντιστη άρθρωση. Η πιο συχνή περίπτωση α. είναι η πτώση του τελικού φωνήεντος ορισμένων προθέσεων. Στα αρχαία ελληνικά, η α. ήταν χαρακτηριστική κυρίως της δωρικής και… …   Dictionary of Greek

  • αρραβώνας — (Νομ.).Είδος παρεπόμενης συμφωνίας που αποβλέπει να ενισχύσει και να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της κύριας ενοχικής σχέσης. Η συμφωνία αυτή καταρτίζεται με την παράδοση ενός αντικειμένου (χρηματικού ποσού ή πράγματος που ενέχει οικονομική αξία),… …   Dictionary of Greek

  • ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • μετεκπαίδευση — η [μετεκπαιδεύω] ειδική συμπληρωματική εκπαίδευση που αφορά κυρίως τους λειτουργούς τής στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης, τους επιστήμονες κάθε ειδικότητας, αλλά και τεχνίτες, εργάτες, υπαλλήλους, και αποσκοπεί στη συμπλήρωση και επέκταση τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”